Το μέγεθος του δείγματος σε μια έρευνα τυπικά αναφέρεται στον αριθμό των μονάδων που επιλέχθηκαν από εκείνα που συλλέχθηκαν. Το μέγεθος του δείγματος μπορεί να καθοριστεί με διαφορετικούς τρόπους. Υπάρχει το μέγεθος που σχεδιάστηκε, δηλαδή ο αριθμός των μονάδων που πρέπει να επικοινωνήσει ο ερευνητής ή να αποκομίσει στοιχεία και το τελικό μέγεθος του δείγματος, δηλαδή εκείνο που αποτελείται από αυτές τις μονάδες που πραγματικά ανταποκρίθηκαν και έδωσαν κάποια συνέντευξη ή κάποια στοιχεία. Το μέγεθος του τελικού δείγματος μπορεί να είναι σαφώς μικρότερο από εκείνο που σχεδιάστηκε να παρθεί. Για παράδειγμα ο βαθμός ανταπόκρισης του κοινού είναι ένας παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει το μέγεθος του τελικού δείγματος. Το μέγεθος δείγματος συγκεκριμένων υπό ομάδων του συνόλου μπορεί επίσης να ενδιαφέρει τον ερευνητή. Για παράδειγμα αν κάποια ηλικιακή ομάδα έχει πολύ μικρή ανταπόκριση σε σχέση με τις υπόλοιπες είναι απαραίτητο να τονισθεί και να αναφερθεί σε τυχόν γενικεύσεις.
Όταν σχεδιάζεται μια έρευνα ο ερευνητής πρέπει πρώτα από όλα να κάνει ένα πλάνο της έρευνας. Ο καθορισμός του μεγέθους του δείγματος είναι ένα μόνο μέρος που καθορίζει τον σχεδιασμό της έρευνας. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, δηλαδή ποιο θα είναι το μέγεθος του δείγματος σε μια έρευνα είναι δύσκολο να απαντηθεί καθώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Για παράδειγμα η χρηματοδότηση της έρευνας είναι ικανή να προκαθορίσει και το μέγεθος του δείγματος. Όταν οι πόροι που η έρευνα χρειάζεται για να πραγματοποιηθεί είναι συγκεκριμένοι τότε αυτόματα υπάρχουν περιορισμοί τόσο στο μέγεθος του δείγματος όσο και στη μέθοδο δειγματοληψίας, καθώς μπορεί να υπάρχει σαφής διακύμανση στις απαιτήσεις όπως το κόστος μεταφοράς και διαμονής του ερευνητή. Γενικά το μέγεθος του δείγματος επηρεάζεται από την φύση της ανάλυσης που θα γίνει, την επιθυμητή ακρίβεια που έχει τεθεί σαν στόχος από τον ερευνητή, ο αριθμός και τα είδη συγκρίσεων που θα γίνουν, ο αριθμός των μεταβλητών προς εξέταση και πόσο ετερογενής είναι ο πληθυσμός που εξετάζεται. Για παράδειγμα σε μια πειραματική έρευνα που θα γίνουν συγκρίσεις στις γνώσεις και την απόδοση ένα δείγμα της τάξης των 100 μονάδων μπορεί να θεωρηθεί επαρκές. Η δημοσκόπηση όμως για τις προτιμήσεις των Ελλήνων ψηφοφόρων στην επικράτεια απαιτεί περίπου 2500 μονάδες.
Μιλώντας για το μέγεθος του δείγματος με πιο τεχνικούς όρους αυτό καθορίζεται από το επίπεδο εμπιστοσύνης, το σφάλμα δειγματοληψίας, την τυπική απόκλιση και το ποσοστό. Ακολουθεί τύπος υπολογισμού του δείγματος για την πιο κοινή μορφή έρευνας, την συμπλήρωση ερωτηματολογίου :
( t = επίπεδο εμπιστοσύνης, d = σφάλμα δειγματοληψίας, s = τυπική απόκλιση, p = ποσοστό )
Σε μια τυπική έρευνα το επίπεδο εμπιστοσύνης παίρνει την τιμή 95% ( t = 1.96 ) και το σφάλμα δειγματοληψίας την τιμή + / – 2. Λύνοντας της παραπάνω εξίσωση ως προς d2 υπολογίζεται το μέγεθος του σφάλματος της δειγματοληψίας :
Οι παραπάνω τύποι τροποποιούνται ανάλογα με το μέγεθος του πληθυσμού οπότε και υπάρχουν 2 περιπτώσεις, με κριτήριο διαφοροποίησης αν το μέγεθος αυτό είναι κάτω από 10.000 μονάδες ή όχι. Έτσι όταν ο υπό εξέταση πληθυσμός είναι μεγαλύτερος των 10.000 όπως για παράδειγμα σε μια δημοσκόπηση πανελλαδικής εμβέλειας, όπου σε κάθε περίπτωση ο ακριβής υπολογισμός του μεγέθους του πληθυσμού είναι σχεδόν αδύνατος αλλά και το μέγεθος πολύ μεγάλο ισχύει :
Έτσι υπολογίζοντας την περίπτωση όπου το ποσοστό είναι 50% :
Εφόσον p+(100-p) =100 τότε p* (100-p)= max αν p=100-p και συνεπώς αν p=50% το 100-p=50. Άρα το μέγιστο γινόμενο p*(100-p) = 50*50 = 2.500 Ο τύπος απλοποιείται :
Έτσι προκύπτει ότι το ακριβές μέγεθος του δείγματος θα μπορεί να πάρει την μέγιστη τιμή του όταν το κλάσμα t2/d2 προσεγγίζει την μονάδα, δηλαδή 2.500.
Στην περίπτωση που το μέγεθος του πληθυσμού είναι μικρότερο των 10.000 μονάδων ο τύπος παίρνει την μορφή :
Καθώς το κλάσμα n/N μπορεί σαφώς να αλλάξει τα δεδομένα. Ονομάζοντας την ποσότητα :
Α και κάνοντας απλοποίηση προκύπτει ο τύπος :
που μας δίνει το μέγεθος του δείγματος σε περίπτωση που ο υπό εξέταση πληθυσμός είναι μικρότερος από 10.000 μονάδες. Όταν η έρευνα απαιτεί ανώτερο επίπεδο εμπιστοσύνης όπως για παράδειγμα η έρευνα πάνω στις επιδράσεις ενός φαρμάκου η αντίστοιχη παράμετρος αλλάζει τιμή δίνοντας σαφώς μεγαλύτερο μέγεθος απαιτούμενου δείγματος.
Συμπερασματικά, όσο το μέγεθος δείγματος μεγαλώνει τόσο το μέγεθος του σφάλματος ελαχιστοποιείται. Ο καθορισμός του μεγέθους του δείγματος επηρεάζεται σαφώς από το αν η έρευνα είναι ποιοτική ή ποσοτική. Θα εξαρτηθεί από τι ακριβώς θέλει να μάθει ο ερευνητής, τον σκοπό της κάθε ερώτησης, την χρησιμότητα των ερωτήσεων αλλά και από το διαθέσιμο χρόνο και τους πόρους που θα διατεθούν. Όταν οι πόροι είναι προκαθορισμένοι ο ερευνητής θα πρέπει να κάνει σοφή διαχείριση ή ακόμη και επανασχεδιασμό στο πλάνο του αν χρειαστεί. Πρέπει να τονιστεί ότι η εγκυρότητα, το νόημα και τα συμπεράσματα που θα προκύψουν από την έρευνα εξαρτώνται από την ποιότητα των δεδομένων, δηλαδή αν είναι πλούσια σε πληροφορίες και από την παρατηρητική και αναλυτική ικανότητα του ερευνητή και σε μικρότερο βαθμό από το μέγεθος του δείγματος. Προς διευκόλυνση των ερευνητών έχουν καταρτιστεί πίνακες με τις τιμές του μεγέθους του δείγματος που προκύπτουν αν στους τύπους εφαρμοστούν κάποιες τυπικές τιμές. Έτσι ο ερευνητής βρίσκει την τιμή που αντιστοιχεί στον ανάλογο πληθυσμό που είναι κοντινός προς εκείνο που ενδιαφέρει στην κάθε περίπτωση.